- ἀπογειοτέρας
- ἀπογειοτέρᾱς , ἀπόγαιοςfem acc comp plἀπογειοτέρᾱς , ἀπόγαιοςfem gen comp sg (attic doric aeolic)ἀπογειοτέρᾱς , ἀπόγειοςfrom landfem acc comp plἀπογειοτέρᾱς , ἀπόγειοςfrom landfem gen comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.